λεγεώνα

λεγεώνα
Στρατιωτική μονάδα της ρωμαϊκής εποχής. Η λ. αριθμούσε 300 ιππότες και 3.000 άνδρες πεζικού με αρχηγούς τρεις χιλίαρχους. Καθεμία από τις τρεις αρχικές φυλές (Ραμνήνσης, Τατιήνσης και Λουκερνήσης) προμήθευε το ένα τρίτο αυτής της δύναμης και έναν αξιωματικό. Το στρατιωτικό σύστημα του Σέρβιου Τούλιου κατέστησε το πεζικό το πιο σημαντικό τμήμα των στρατιωτικών δυνάμεων, αντί του ιππικού που ήταν μέχρι τότε. Οι πέντε τάξεις που συμπεριλαμβάνονταν στην απογραφή (census) ήταν υποχρεωμένες να υπηρετούν στον στρατό με δικά τους έξοδα. Όσοι δεν συμπεριλαμβάνονταν σε αυτές τις τάξεις, όπως οι προλετάριοι, απαλλάσσονταν από τη στρατιωτική υπηρεσία και όταν στρατολογούνταν προμηθεύονταν τον εξοπλισμό τους από το κράτος. Οι άνδρες από 17 έως 48 ετών προορίζονταν για μάχιμοι και από 47 έως 60 αναλάμβαναν την άμυνα της πόλης. Η πρώτη και η δεύτερη σειρά της λ. απαρτιζόταν από πολίτες της αριστοκρατίας, εφοδιασμένους με περικεφαλαία, θώρακα, στρογγυλή ασπίδα και περικνημίδες, όλα από χαλκό. Η τρίτη και η τέταρτη σειρά περιλάμβανε πολίτες δεύτερης τάξης, οι οποίοι δεν έφεραν θώρακα, αλλά μόνο περικεφαλαία, περικνημίδες και μεγάλες ασπίδες. Η πέμπτη και η έκτη σειρά έφεραν τον ίδιο εξοπλισμό, εκτός από περικνημίδες, και απαρτίζονταν από πολίτες τρίτης τάξης. Οι άνδρες της τέταρτης τάξης είχαν ως μόνο αμυντικό όπλο μεγάλες ασπίδες, αλλά –όπως και οι υπόλοιποι– ήταν εφοδιασμένοι με δόρατα και ξίφη. Αυτοί σχημάτιζαν την έβδομη και όγδοη σειρά, ή, μαζί με τους άνδρες της πέμπτης τάξης, σχημάτιζαν τους ακροβολιστές, οι οποίοι ξεκινούσαν τη μάχη με σφενδόνες και άλλα ελαφρά βλήματα. Η σύνθεση αυτή της λ. άλλαξε πολλές φορές με την πάροδο του χρόνου και, τελικά, απέκτησε τη διάρθρωση της μακεδονικής φάλαγγας.
* * *
και λεγεών, η (AM λεγεών, -ῶνος, ἡ και ὁ)
1. (στους αρχαίους Ρωμαίους) στρατιωτική μονάδα την οποία αποτελούσαν επτά περίπου χιλιάδες στρατιώτες («παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα λεγεώνας ἀγγέλων», ΚΔ)
2. συνεκδ. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, πλήθος
νεοελλ.
1. στρατιωτικό σώμα από εθελοντές ή μισθοφόρους ξένης καταγωγής («Λεγεώνα τών Ξένων» — μισθοφορικό γαλλικό στρατιωτικό σώμα στην Αφρική)
2. φρ. α) «Λεγεώνα τής Τιμής» — τάξη γαλλικών παρασήμων
β. «Λεγεώνα τών Φιλελλήνων» — σώμα αλλοεθνών φιλελλήλων που πολέμησαν μαζί με τους Έλληνες κατά την επανάσταση τού 1821 και κατά τον πόλεμο τού 1897.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. legio, -onis < λατ. lego «συλλέγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεγεώνα — η 1. ρωμαϊκό στρατιωτικό σώμα: Οι λεγεώνες του Ιουλίου Καίσαρα. 2. στρατιωτικό σώμα από ξένους εθελοντές ή μισθοφόρους στρατιώτες: Λεγεώνα των ξένων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λεγεώνα των Ξένων — Στρατιωτική μονάδα που συγκροτείται από ξένους εθελοντές ή μισθοφόρους. Πιο συγκεκριμένα, ο όρος αναφέρεται σε δύο στρατιωτικά σώματα που συγκροτήθηκαν στη Γαλλία και στην Ισπανία. Γαλλική Λ. των Ξ. Ειδικό σώμα του γαλλικού στρατού, που… …   Dictionary of Greek

  • λεγεῶνα — λεγεών legio fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεγεώνα της Τιμής — (γαλλ. Légion d’ honneur). Γαλλικό ιπποτικό τάγμα και τιμητικός τίτλος που καθιερώθηκε από τον Μέγα Ναπολέοντα στις 19 Μαΐου 1802 με τον σκοπό να τιμήσει τους στρατιωτικούς και πολιτικούς της Γαλλίας για τις υπηρεσίες που παρείχαν στη χώρα. Όσοι… …   Dictionary of Greek

  • Αμερικανική Λεγεώνα — (American Legion).Οργάνωση των βετεράνων πολεμιστών των ΗΠΑ. Τα μέλη της πολέμησαν στον Α’ και τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς και στους πολέμους της Κορέας και του Βιετνάμ. Έδρα της Α.Λ. είναι η Ινδιανάπολη της πολιτείας Ιντιάνα. Ιδρύθηκε με… …   Dictionary of Greek

  • λεγάτος — Πρέσβης, κατά τη ρωμαϊκή εποχή, τον οποίο έστελνε η Σύγκλητος ή ο αυτοκράτορας ως αντιπρόσωπο σε μια άλλη χώρα ή σε μια περιοχή του κράτους, με ορισμένη αποστολή, για την οποία λογοδοτούσε όταν επέστρεφε στη Ρώμη. Ο λ. ήταν ιερό πρόσωπο. Λ.… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • θηβαϊκός — και θηβαίικος, ή, ό (ΑΜ θηβαϊκός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θήβα ή που προέρχεται ή κατάγεται από τη Θήβα («θηβαϊκά προϊόντα») αρχ. το θηλ. ως ουσ. 1. ἡ Θηβαϊκή (ενν. χώρα) η χώρα τών Θηβαίων 2. φρ. «Θηβαϊκός λεγεών» ρωμαϊκή… …   Dictionary of Greek

  • ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… …   Dictionary of Greek

  • λεγεωνάριος — ο (Α επιγρ. λεγιονάριος και ληγιωνάριος) ο μάχιμος οπλίτης τής λεγεώνας νεοελλ. στον πληθ. οι λεγεωνάριοι α) Αμερικανοί απόμαχοι τού Α Παγκόσμιου πολέμου που οργανώθηκαν σε τοπικούς συλλόγους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους β) τα μέλη τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”